Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Κοσμάς Μοναχός. Ο Τελευταίος Νεκρός Ταξιδιώτης.


Ο π. Κοσμάς, Aγιορείτης μοναχός, κατά κόσμον Ανδρέας Παπαπέτρου, φιλόλογος, έγινε δόκιμος στη Μονή της Λαύρας στα τέλη του 1984 και εκάρη αρχές του 1986. Διέμεινε σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους μέχρι το 1994. Επί δέκα έτη βρισκόταν στην Κάτω Ιταλία (1994-2005). Εκοιμήθη στις 12.12.2010 στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Καψάλα του Αγίου Όρους.

Στις συζητήσεις του επέμενε ιδιαίτερα στις «επιστροφές» της παπαδιαμαντικής αφήγησης ως σταθερού μοτίβου της. Περισσότερο αναφερόταν στον «Αμερικάνο» και στον «Νεκρό Ταξιδιώτη». Θεωρούσε ότι ο Παπαδιαμάντης ζούσε με την προσμονή της επιστροφής στη γενέτειρά του και ότι οι «επιστροφές» στο έργο του είναι κατά κάποιον τρόπο «αυτοβιογραφικές».
Το μοτίβο ολοκληρώνεται στον «Νεκρό Ταξιδιώτη», που δημοσιεύεται το 1910, λίγο πριν από τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα. Στο τρίτο μέρος των «Λογισμών και διαλογισμών» του «στη Μεγάλη Ελλάδα», που δημοσιεύτηκε αμέσως μετά τον θάνατο του, σχολιάζοντας το Συναξάρι της 25ης Αυγούστου για την επάνοδο του λειψάνου του Αποστόλου Βαρθολομαίου, ο π. Κοσμάς γράφει: «Νεκρός επιτύμβιος, θαλασσοπόρος γεγένησαι, ταις θείαις προστάξεσιν καταπειθόμενος, και ως ήλιος, προς Δύσιν εξ Εώας, Απόστολε έφθασας, καταφωτίζων αυτήν […] Ίσως ο επιμελητής του Παπαδιαμάντη θα έπρεπε να γράψει κάτι εδώ έχοντας υπ’ όψιν τον “Νεκρό Ταξιδιώτη” που έφθασε αρμενίζοντας στη Σκιάθο. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι ήταν βαθύς και άπληστος αναγνώστης και γνώστης των Συναξαρίων»[1].

Ο π. Κοσμάς, πριν γίνει μοναχός, είχε βρεθεί για λόγους μεταπτυχιακών σπουδών στη Ρώμη. Τότε συνδέθηκε με κύκλο Ορθοδόξων, Ελλήνων που κατοικούν μόνιμα εκεί και μεταστραφέντων. Η γνωριμία του με τους ανθρώπους αυτούς, όπως και το ενδιαφέρον του για τα απομεινάρια των ελληνοφώνων της πάλαι ποτέ Μεγάλης Ελλάδας, έφεραν τα βήματά του πάλι στην Ιταλία. Με ενέργειες των παραπάνω και δικές του τελέστηκε στις 2.5.1993 Θεία Λειτουργία στον παλαιό μικρό ναό του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στον Ιέρακα της Καλαβρίας, που ήταν κλειστός για αιώνες. Παρόντος του ιδίου, ο Καλαβρός φιλόλογος Domenico Minuto ανέγνωσε στα ιταλικά λόγο του π. Κοσμά που άρχιζε ως εξής: «Ήρθαμε εδώ από την απέναντι στεριά ακολουθώντας τους ίδιους δρόμους που έκαναν οι εικόνες της Παναγίας, μια από τις οποίες, η Οδηγήτρια (Madona dItria) του Ιέρακος, έφθασε εδώ κάτω στο γιαλό. Τις ίδιες διαδρομές έκαναν και οι Άγιοι της Καλαβρίας, που πήγαιναν όπου τους οδηγούσε το Πνεύμα του Θεού. Άλλωστε αυτή η θάλασσα περισσότερο μας ενώνει, παρά μας χωρίζει»[2]. Από το 1994 μέχρι το 2005 θα μείνει στην περιοχή. Θα εγκατασταθεί στα ερείπια του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννου του Θεριστή στο Μπιβόντζι και θα το αναστηλώσει εκ θεμελίων. Ζώντας εκεί σε συνθήκες πολύ δύσκολες, χωρίς στοιχειώδεις προϋποθέσεις, σχεδόν στο ύπαιθρο, πέτυχε να ξαναλειτουργήσει το μοναστήρι και να γίνει ο νέος κτίτοράς του.

Ο π. Κοσμάς ζούσε με ένα όνειρο. Την αναβίωση του μοναχισμού και της Ορθοδοξίας στην ελληνόφωνη Μεγάλη Ελλάδα. Το όνειρό του ήταν «ουτοπικό». Άνθρωπος παθιασμένος με τις ιδέες του, δεν μπορούσε να αντιληφθεί την προβληματική του εγχειρήματος. Το όνειρό του δεν έγινε ούτε στιγμή Ουτοπία. Οι ουτοπίες απαιτούν άλλες προϋποθέσεις, ικανές να συνεγείρουν συλλογικότητες σε ένα όραμα που μπορεί να απειλήσει και τελικά να ανατρέψει την πραγματικότητα. Αντίθετα η «ουτοπία» του π. Κοσμά δεν πέτυχε τίποτε περισσότερο από τη δική του παρουσία, τη ζεστασιά του, τη φροντίδα για τους ανθρώπους που τον πλησίαζαν μέσα από μια ανιδιοτελή πέρα για πέρα συνείδηση. Πολλοί από μας συνάντησαν ανθρώπους που βρέθηκαν ή πέρασαν από κοντά του, κυρίως Έλληνες φοιτητές αλλά και Ιταλούς που ένιωσαν το πραγματικό ενδιαφέρον του για την πνευματική τους πορεία. Αλλά μέχρι εδώ και ουδέν πλέον.

Ο π. Κοσμάς αμύητος στην καθημερινότητα του βίου, «ασυνάλλακτος και αμαθής των ανθρωπίνων διδαγμάτων», σύμφωνα με αρχαίο ορισμό του μοναχού, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τις δυσκολίες και τα προβλήματα που ανέκυψαν κατά την ανάπτυξη του εγχειρήματός του. Το πρώτο ήταν η εκκλησιαστική γραφειοκρατία, που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τον π. Κοσμά και να τον εντάξει σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο ποιμαντικής ευθύνης και εκκλησιαστικής μαρτυρίας. Τον αντιμετώπισε με τον συνήθη διαχειριστικό και διεκπεραιωτικό τρόπο της και τον θυσίασε στο πρώτο σκάλωμα. Το δεύτερο ήταν ο θρησκευτικός τυχοδιωκτισμός που συνυπάρχει με τη γνήσια αναζήτηση της εκκλησιαστικής αλήθειας των μεταστρεφομένων. Και το τρίτο και καθοριστικότερο ήταν ο αθέμιτος ανταγωνισμός των ορθοδόξων δικαιοδοσιών στη Διασπορά.

Η εκκλησιαστική γραφειοκρατία και ο θρησκευτικός τυχοδιωκτισμός δημιούργησαν τις προϋποθέσεις του διωγμού του από τη μονή το 2005. Μετά από λίγο η μονή πέρασε στη δικαιοδοσία της Ρουμανικής Εκκλησίας. Ο π. Κοσμάς επέστρεψε στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου της Καψάλας, πολύ κοντά στο κελί του Οσίου Θεοφίλου, όπου είχε εγκαταβιώσει παλαιότερα. Εκεί ζούσε με την προσδοκία της επιστροφής του στην Καλαβρία. Η εκκλησιαστική διοίκηση του ζήτησε πρόσφατα να γυρίσει για να βοηθήσει στην επανάκτηση της μονής. Για ένα εξάμηνο προ του θανάτου του, βρισκόταν εκεί. Παρά την κακή έκβαση της υπόθεσης, συνέχιζε να ελπίζει σε συναντήσεις πατριαρχών και στις αποφάσεις των ιταλικών δικαστηρίων στα οποία έφτασε ο ανταγωνισμός των δικαιοδοσιών.

Όπως είπαμε, οι ουτοπίες ανατρέπουν καταστάσεις και αλλάζουν την πραγματικότητα. Η περίπτωση του π. Κοσμά δεν ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία των κοινωνικών φαινομένων. Η δική του «ουτοπία» δεν άλλαξε την Καλαβρία, άλλαξε όμως τον ίδιο τον π. Κοσμά. Όσο ζούσε στο Άγιο Όρος κινούνταν στα πρόθυρα του ζηλωτισμού και υπερμαχούσε της «αδιάλλακτης» Ορθοδοξίας. Η παραμονή του στην Καλαβρία τον έκανε σ’ αυτό το θέμα εντελώς διαφορετικό. Η κατανόηση των άλλων, οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των Εκκλησιών, τα πραγματικά προβλήματα του διαλόγου πέραν των δημοσίων δηλώσεων και των πανηγυρικών εμφανίσεων, η πορεία του Χριστιανισμού στον κόσμο άρχισαν να τον απασχολούν με άλλο τρόπο. Αυτό τον έφερε σε εσωτερική αντίθεση με έναν ολόκληρο κόσμο στον οποίο ανήκε και αγαπούσε. Χωρίς ποτέ να διαχωρίσει τη θέση του απ’ αυτόν, διαπίστωνε και εξέφραζε, όταν του ήταν δυνατό, τα αδιέξοδα αυτού του κόσμου, την άγνοια, τον στενό του ορίζοντα, την ανασφάλειά του και την αδυναμία του να κατανοήσει τις ευθύνες του. Θεωρούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης τη συζήτηση περί Αντιχρίστου και συναφών θεμάτων που κατέχει σημαντική θέση σ’ αυτόν τον κόσμο εδώ και δύο περίπου δεκαετίες. «Τι θα ήταν ο Σολωμός χωρίς την ιταλική του παιδεία; Τι θα ήταν ο Φώσκολος χωρίς τη Ζάκυνθο; Τι προσθέτει, τι αφαιρεί και τι ελευθερώνει η “ξένη” παιδεία; Οι απαντήσεις δεν φθάνουν όλες στα περβόλια μας»[3].

Ο π. Κοσμάς είχε μεγάλη παιδεία. Τα εκκλησιαστικά κείμενα, τα δημοτικά τραγούδια, η λογοτεχνία έβρισκαν στο πρόσωπό του έναν ικανό αναγνώστη, που έβλεπε τις αποχρώσεις, άκουε τις φωνές και αντιλαμβανόταν τα κενά. Στα λίγα κείμενά του που δημοσιεύτηκαν, άνετα μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα παραπάνω. Αυτόματα πάει το μυαλό μας αντιθετικά σε όσα ακούμε στις μέρες μας περί παραδόσεως και γλώσσας από ανθρώπους που κόπτονται για πράγματα που δεν καταλαβαίνουν. Σ’ αυτό το σημείο ας θυμηθούμε δύο παραπομπές του που φωτίζουν τη σκέψη και τη δράση του. Η μία είναι ένας αρχαίος απόλογος που χρησιμοποιούσε ο Βερνάρδος της Σάρτρ: «Είμαστε νάνοι πάνω στους ώμους γιγάντων. Έτσι βλέπουμε περισσότερο και μακρύτερα από αυτούς, όχι επειδή η όρασή μας είναι οξύτερη ή το ύψος μας μεγαλύτερο, αλλά επειδή μας σηκώνουν στον αέρα και μας ανεβάζουν στο γιγάντιο ύψος τους». Η άλλη παραπομπή του ήταν στον Μπενεντέτο Κρότσε: «Κάθε αληθινή ιστορία είναι ιστορία σύγχρονη». Ο π. Κοσμάς ανέπνεε μέσα στην παράδοση, αλλά είχε αίσθηση της πνευματικής πορείας και του χρόνου. Όπως έγραφε, «τα χάσματα και οι σιωπές της ιστορίας θα φωτισθούν και θα μιλήσουν από την πνευματική ζωή του μέλλοντος»[4].

Ο π. Κοσμάς έφτασε στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Καψάλα από την Καλαβρία αρχές του περασμένου Δεκέμβρη. Στις δώδεκα του μηνός δεν εμφανίστηκε στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής. Ούτε αργότερα στη μεσημεριανή τράπεζα που τον περίμεναν οι συνασκητές του. Τον ανεζήτησαν και τον βρήκαν νεκρό στο κελί του. Τον έθαψαν την επομένη πίσω από τον ναΐσκο του κελιού του, παλαιό Κυριακό της Σκήτης της Καψάλας κατά μία αρχαία παράδοση. Όπως ο «Νεκρός Ταξιδιώτης», φαίνεται είχε τάξει εις την Παναγίαν να τον αξιώση να ταφή εις το χώμα της μικράς νήσου του κ’ η Παναγία του παρεχώρησε το ταπεινόν αίτημα. Και ο ναΐσκος του μικρού ασκητηρίου, όπως ήτο τότε το ύστερον κτισθέν μοναστήριον, ετιμάτο επ’ ονόματι των Εισοδίων. Εκείνο το παλαιόν ασκητήριον, το οποίον ασπροβολά ανάμεσα εις την βαθείαν πρασινάδαν της κοιλάδος, εις όλην την παραθαλασσίαν φάραγγα την πολυσχιδή από τις ράχες και τις ρεματιές. Δεν είχεν αποκτήσει ποτέ τίποτε. Έμεινεν ελεύθερος, τόσω μάλλον, όσω ήτο εις θεσιν να εκτιμήση την ελευθερίαν του, και να μη την απεμπολήση πλέον. Ήτο πλέον η πενήντα ετών. Η ζωή του αθόρυβος, ταπεινή και μετριόφρων. Εις τον θάνατόν του δεν ήθελε να δώση κόπον εις τους ανθρώπους. Ετάφη εις την εσχάτην γωνίαν του περιβόλου, την πλησιεστέραν προς την θάλασσαν.

Στο κείμενο που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του, ο π. Κοσμάς γράφει: «Κάποιος στίχος πετάει πάνω από το Ιόνιο. Έρχεται από την Ανατολή. Άλλοτε χάνεται στον ουρανό κι άλλοτε τον ρουφάει η θάλασσα. Λίγο πριν φτάσει στο ακρογιάλι γλύστρισε μεσ’ από τα χέρια μου. Θα ξανάρθει;


Μαύρο μου χελιδόνι από την Αραπιά
κι άσπρο μου περιστέρι από τη Μοσχοβιά
αυτού ψηλά που πάτε για χαμηλώσετε»[5].


Ο στίχος που πετάει πάνω από το Ιόνιο και γλίστρησε από τα χέρια του π. Κοσμά είναι ο επόμενος του ίδιου δημοτικού τραγουδιού.


Να στείλω ένα γράμμα, γράμμα και γραφή
Να πείτε της καλής μου να μη με καρτερεί.


Ας ελπίζουμε ότι θα φθάσει στις ακτές του Ασπρομόντε στην Καλαβρία, την «καλή» του, ότι θα αναγνωρισθεί και θα φανερώσει την πιστότητα του αγαπημένου της που της είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά।

( Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύναξη τεύχος 117 )



[1] Λογισμός 97, Νέα Εστία, τχ. 1839, Δεκέμβριος 2010, σελ. 996.

[2] «Άθως και Ιέραξ», Ο όσιος Γρηγόριος, 18, 1993, σελ. 60.

[3] Λογισμός 94, ό.π.

[4] «Άθως και Ιέραξ», ό.π., σελ. 61.

[5] Λογισμός 98, ό.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου